- νυχτερινό
- (nocturne). Μουσική σύνθεση. Στις διάφορες έννοιες που δόθηκαν στον όρο τον 18o και 19o αι. εκφράζονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στιγμές των ευρωπαϊκών μουσικών προτιμήσεων. Στις σελίδες του Χάιντν και του Μότσαρτ (είναι περίφημη η Μικρή Νυχτερινή Μουσική του), το ν. εκδηλώνεται και γίνεται δεκτό ως μια σουίτα με όργανο, ευγενική και σπινθηροβόλα, που εκτελείται σε νυχτερινές συναναστροφές. Με την έννοια αυτή ο ίδιος ο Μότσαρτ χρησιμοποίησε τον όρο (γερμανικά Nachtstuck, δηλαδή μουσικό κομμάτι για τη νύχτα, που πλούτισε την γκάμα της σερενάτας, δηλαδή των μουσικών κομματιών για τη sera, το βράδυ). Η καινούργια αγάπη για τη νύχτα που μετέδωσαν στο κοινό οι ρομαντικοί ποιητές, μεταφέρθηκε κατόπιν σε ένα κλίμα σοβαρά ελεγειακό στο πλαίσιο μιας σύντομης σύνθεσης για πιάνο, της οποίας τα πρώτα παραδείγματα βρίσκονται στον κύκλο των 12 Νυχτερινών του Ιρλανδού Τζον Φιλντ (1782 – 1837), που γρήγορα ξεπεράστηκαν από τα είκοσι Νυχτερινά του Σοπέν. Στις συμφωνικές αναλογίες, το ν. –ως μυστικιστική αίσθηση της νύχτας– τιμήθηκε από τον Βάγκνερ (Τριστάνος και Ιζόλδη), ενώ ο Ντεμπισί στα τρία Νυχτερινά του επεκτείνει στην ορχήστρα τις αντηχήσεις τέμπρου του πιάνου του Σοπέν.
Dictionary of Greek. 2013.